- ὀτοτοτοτοῖ
- ὀτοτοῖah! woe!indeclform (exclam)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] … Dictionary of Greek